ΚΩΣΤΑΣ ΣΙΑΦΑΚΑΣ « Όσο γνωρίζεις πιο καλά,
τόσο αγαπάς πιο πλέρια Ο καλλιτέχνης, στην αναζήτηση του μυστηρίου της τέχνης είναι δυνατόν είτε να πλοηγείται σε κόσμους ανοίκειους ανασύροντας στοιχεία από τη σφαίρα του ασυνειδήτου και του παραδόξου είτε να αγκυροβολεί στους πλέον οικείους λιμένες του κόσμου της βιοτής του με διάθεση οπτικής ανάνηψης και νοηματικής αναδόμησης. Υπάρχουν καλλιτέχνες, με παραδείγματα τον Hieronymus Bosch, τον Salvador Dali ή τον Giorgio de Chirico που ξαφνιάζουν με την ευρηματικότητά τους. Υπάρχουν όμως και άλλοι, όπως ο Chardin και ο Giorgio Morandi, που γοητεύουν με την εσωτερικότητά τους. Ο Κώστας Σιαφάκας (Πάτρα, 1975) φαίνεται ότι ανήκει στην κατηγορία των καλλιτεχνών εκείνων που διακονούν τη γοητεία ανιχνεύοντας συνειδητά και επίμονα τη μυστηριακή δύναμη του οικείου. Ο ζωγραφικός του κόσμος είναι το περιβάλλον του. Η ματιά του εκπέμπει στοργή στον κόσμο και εισπράττει από αυτόν οικειότητα. Και την οικειότητα αυτή αποπνέει η ζωγραφική του. Ο κόσμος της καθημερινότητας, ως η ζωγραφική επικράτεια του Σιαφάκα, σημασιοδοτείται με πολυσήμαντους συμβολισμούς: το αστικό διαμέρισμα με το σαλόνι, το γραφείο και τα έπιπλα, καθώς και ορισμένα αντικείμενα που άλλοτε εντάσσονται λειτουργικά στο σύνολο και άλλοτε επιτελούν ρόλο αυτόνομο. Ο ζωγράφος οργανώνει τους εσωτερικούς χώρους με ποικίλους τρόπους: είτε με την υποδόρια δομικότητα του κενού και του πλήρους, όπου η παρουσία ενός οικείου αντικειμένου, π.χ. της πολυθρόνας, του τραπεζιού ή της φρουτιέρας, ανανοηματοδοτεί ανατρεπτικά τη σημειολογία του δωματίου, προσθέτοντας σ’ αυτό την ευωδία μιας μυστηριακής σκηνοθεσίας, όπου η ανθρώπινη παρουσία υποδηλώνεται με κατοπτρισμούς προσώπων· είτε με τον εσωτερικό διάλογο του φωτεινού και του σκοτεινού, όπου ένα φωτισμένο δωμάτιο, διαθέτοντας τη ζεστασιά του ανθρώπινου ίχνους, πλαισιώνεται από το απειλητικό σκότος του αφώτιστου καδραρίσματος των γειτονικών του χώρων. Το βλέμμα μας, ενώ περιπλανάται με νωθρότητα μέσα σ’ έναν άδολο και φιλικό εσωτερικό χώρο, εξαίφνης μια δεύτερη, προσεκτικότερη ματιά το οδηγεί σ’ έναν άλλο, παράλληλο χώρο, σ’ έναν αναδιπλούμενο τεχνητό ορίζοντα που μεγεθύνει τον αρχικό, δημιουργώντας μια αίσθηση μυστηρίου και ανησυχίας. Το εσωτερικό του πίνακα αναπαριστάται μέσα σε άλλον πίνακα με το ίδιο θέμα, ως μια προέκταση με αλλεπάλληλες φυγές στον χώρο, ως αναπαραστάσεις που προεκτείνονται σε ένα μυστηριακό επέκεινα που αναδιπλώνεται μέσα στον ίδιο τον πίνακα. Αλλού, η σκιά του αντικειμένου υπαινίσσεται το αναπαριστώμενο, όπως οι νεκρές φύσεις που παρουσιάζονται εν μέρει και συμπληρώνονται κατά το ελλείπον τμήμα τους από το τη σκιά τους, συνθετικό εύρημα που ενεργοποιεί τη ζωγραφική επιφάνεια. Η ανίχνευση του μυστηρίου στα οικεία πράγματα γίνεται οπωσδήποτε δυσχερέστερη, αφού η τεχνική της αποτύπωση απαιτεί ειδική διάθεση και αδιόρατη τεχνική. Το επισημαίνει και ο ίδιος ο Σιαφάκας: «Η ζωγραφική απόδοση κάποιου πράγματος μοιάζει να πραγματοποιείται μέσα από ένα είδος συνεχούς επανασύλληψής του -που σημαίνει και συνεχούς επαναδιαφυγής του- σαν να μη μας φανερώνεται ποτέ πλήρως, σαν να διατηρεί πάντα άγνωστες προεκτάσεις» («Τέχνη και φύση», Νέα Ευθύνη, τ.5/2011, σ. 269). Στην φαινομενική αθωότητα του οικείου καιροφυλακτεί το δαιδαλώδες, το σκότος και η απειλή. Οι εσωτερικοί χώροι εγκυμονούν άδηλους κινδύνους: Π.χ. ένα σκουρόχρωμο ρούχο κρεμασμένο πίσω από την πόρτα ίσως επιτελεί τον ρόλο μιας απειλής που ανατρέπει τη φαινομενική γαλήνη του δωματίου, το πάνω μέρος της κεφαλής μιας αυτοπροσωπογραφίας μισοκρυμμένης σ’ έναν πίνακα ενδέχεται να υποδηλώνει την ανθρώπινη παρουσία στον χώρο, εμφορούμενη από αισθήματα και εντάσεις. Η ζωγραφική του Σιαφάκα από άποψη κατασκευής είναι δομημένη με παράλληλα χρωματικά σημεία, εύτακτα, χωρίς νευρικές παρεισφρύσεις και αλληλοπεριχωρήσεις, σαν μωσαϊκό, όπου οι ψηφίδες τίθενται με τη σιγουριά έμπειρου ψηφοθέτη. Η πινελιά του ως χειρονομία είναι εγκρατής και ψύχραιμη. Ο κόσμος του αναπαριστάται με πλήρη ευταξία και αρθρώνεται με την αθέατη αλλά καταστατική γεωμετρία της εικόνας και του ειδώλου της, του θερμού και του ψυχρού, της ευθείας γραμμής και του κύκλου. Τα τοπία και οι νεκρές φύσεις του υπαινικτικά μόνο παραπέμπουν στην πραγματικότητα, με ένα ύφος που ναι μεν υπεραμύνεται της δομικότητας της σύνθεσης, αλλά πλέον διαποτίζεται από στοιχεία συμβολισμού και ανεπαισθήτως εμπνέεται από τον υπερρεαλισμό. Οι νεκρές φύσεις του είναι σπουδή επιφανειών, του κοίλου και του κυρτού, του λείου και του πορώδους, του μαλακού και του σκληρού, καθώς και χρωμάτων, του λευκού και του μαύρου, σε συνδυασμό με κίτρινο ή ώχρα.
Ο Σιαφάκας ανοίγει έναν μυστικό διάλογο και αναπτύσσει
μια εκλεκτική συγγένεια με τον εικαστικό κόσμο του Giorgio Morandi, όπου δεν
παρουσιάζει εικόνες, αφού αυτές είναι παραλλαγή του ίδιου θέματος, αλλά
προτείνει κάτι περισσότερο: μια αισθητική θεώρηση της ζωής, αφού γνωρίζει ότι «η
ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Η εικαστική του γλώσσα εμπλουτίζεται από την
υποβλητική δύναμη της οικειότητας του Morandi και από την αρχιτεκτονική δύναμη
του Cezanne. Και δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτούς. Το ομολογεί και ο ίδιος ότι
«(...) η τέχνη δεν συμμορφώνεται με οριοθετήσεις. (...) Εκείνος που βλέπει κάτω από
την επιφάνεια, αναγνωρίζει σε κάθε τεχνούργημα πολλαπλή άντληση και πολυδιάστατη
αναφορικότητα, που συχνά διαφεύγει σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και από τη συνείδηση
του δημιουργού του» (ό.π., σ. 270).
~ Το παρόν κείμενο του Νίκου Αλ. Μηλιώνη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Νέα Ευθύνη", τ.12/2012, σελ. 440-442 |